Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπορευτικός
ἐμπορίᾱ
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάομαι
Ἔμπουσα
ἔμπρᾱκτος
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρῑ́ω
ἔμπροσθε(ν)
ἐμπρόσθιος
ἔμπρωρρος
ἐμπτῡ́ω
ἔμπυος
ἐμπυρεύω
ἐμπυριβήτης
View word page
ἐμπρήθω
ἐμπρήθωvbseeἐμπίμπρημι

ShortDef

to blow up, inflate

Debugging

Headword:
ἐμπρήθω
Headword (normalized):
ἐμπρήθω
Headword (normalized/stripped):
εμπρηθω
IDX:
12472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12473
Key:
ἐμπρήθω

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπρήθω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐμπρήθω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐμπίμπρημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐμπρήθω'}