Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτικός
ἐμπορίᾱ
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάομαι
Ἔμπουσα
ἔμπρᾱκτος
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρῑ́ω
ἔμπροσθε(ν)
ἐμπρόσθιος
View word page
ἐμ-πορπάομαι
ἐμ-πορπάομαιpass.contr.vb havew.acc.one's garmentfastened with a claspbroochHdt. Lycurg. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπορπάομαι
Headword (normalized):
ἐμπορπάομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπορπαομαι
IDX:
12467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12468
Key:
ἐμπορπάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-πορπάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐμ-πορπάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one's garment</Prnth>fastened with a clasp<or/>brooch</Tr><Au>Hdt. Lycurg. Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐμπορπάομαι'}