Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτικός
ἐμπορίᾱ
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάομαι
Ἔμπουσα
ἔμπρᾱκτος
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
View word page
ἐμπορευτικός
ἐμπορευτικόςή όνadj neut.pl.sb.commercial or mercantile activitiesPl.

ShortDef

commercial, mercantile

Debugging

Headword:
ἐμπορευτικός
Headword (normalized):
ἐμπορευτικός
Headword (normalized/stripped):
εμπορευτικος
IDX:
12462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12463
Key:
ἐμπορευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπορευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμπορευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>commercial or mercantile activities</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἐμπορευτικός'}