Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτικός
ἐμπορίᾱ
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάομαι
Ἔμπουσα
ἔμπρᾱκτος
ἐμπρεπής
View word page
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύματατωνn.plἐμπορεύομαι items of merchandiseX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπορεύματα
Headword (normalized):
ἐμπορεύματα
Headword (normalized/stripped):
εμπορευματα
IDX:
12460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12461
Key:
ἐμπορεύματα

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπορεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμπορεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>ἐμπορεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>items of merchandise</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμπορεύματα'}