Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσόλοικος
ᾱ̓́σομαι
ᾄσομαι
ἀσοφίᾱ
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
View word page
ἀ-σόλοικος
σόλοικοςονadjprivatv.prfx. of jocularitynot coarsePlu.

ShortDef

not barbarous

Debugging

Headword:
ἀσόλοικος
Headword (normalized):
ἀσόλοικος
Headword (normalized/stripped):
ασολοικος
IDX:
1245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1246
Key:
ἀσόλοικος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σόλοικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σόλοικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.</Ety></HG> <aS1><Indic>of jocularity</Indic><Tr>not coarse</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσόλοικος'}