Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτικός
ἐμπορίᾱ
ἐμπορικός
View word page
ἐμπολέμιος
ἐμπολέμιοςονadj of the privileges of Spartan kingsin time of warHdt.of personsengaged in military servicePl.

ShortDef

pertaining to war

Debugging

Headword:
ἐμπολέμιος
Headword (normalized):
ἐμπολέμιος
Headword (normalized/stripped):
εμπολεμιος
IDX:
12454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12455
Key:
ἐμπολέμιος

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπολέμιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμπολέμιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the privileges of Spartan kings</Indic><Tr>in time of war</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>engaged in military service</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμπολέμιος'}