Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτικός
ἐμπορίᾱ
View word page
ἐμπολεμέω
ἐμπολεμέωcontr.vb make war ina territory And.

ShortDef

wage war in

Debugging

Headword:
ἐμπολεμέω
Headword (normalized):
ἐμπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
εμπολεμεω
IDX:
12453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12454
Key:
ἐμπολεμέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπολεμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμπολεμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make war in<Expl>a territory</Expl></Tr> <Au>And.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμπολεμέω'}