Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
ἐμπορεύομαι
View word page
ἐμπολᾱ́
ἐμπολᾱ́dial.fseeἐμπολή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπολᾱ́
Headword (normalized):
ἐμπολᾱ́
Headword (normalized/stripped):
εμπολα
IDX:
12451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12452
Key:
ἐμπολᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπολᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐμπολᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἐμπολή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐμπολᾱ́'}