Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
ἐμπολῑτεύω
ἐμπορεύματα
View word page
ἐμπολαῖος
ἐμπολαῖοςονadjἐμπολή epith. of Hermesprotecting tradersAr.

ShortDef

concerned in traffic

Debugging

Headword:
ἐμπολαῖος
Headword (normalized):
ἐμπολαῖος
Headword (normalized/stripped):
εμπολαιος
IDX:
12450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12451
Key:
ἐμπολαῖος

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπολαῖος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμπολαῖος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐμπολή</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>epith. of Hermes</Indic><Tr>protecting traders</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμπολαῖος'}