Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπολητός
ἔμπολις
View word page
ἐμποιητικός
ἐμποιητικόςή όνadj of a false personproductivew.gen. + dat.of false statements in othersArist.

ShortDef

productive of

Debugging

Headword:
ἐμποιητικός
Headword (normalized):
ἐμποιητικός
Headword (normalized/stripped):
εμποιητικος
IDX:
12448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12449
Key:
ἐμποιητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐμποιητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμποιητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a false person</Indic><Tr>productive<Expl><GLbl>w.gen. + dat.</GLbl>of false statements in others</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμποιητικός'}