Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολή
View word page
ἐμποδιστικός
ἐμποδιστικόςή όνadjof painacting as a hindranceArist.

ShortDef

trammelling

Debugging

Headword:
ἐμποδιστικός
Headword (normalized):
ἐμποδιστικός
Headword (normalized/stripped):
εμποδιστικος
IDX:
12445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12446
Key:
ἐμποδιστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐμποδιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμποδιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of pain</Indic><Tr>acting as a hindrance</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμποδιστικός'}