Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλομαι
ἐμπολαῖος
ἐμπολᾱ́
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
View word page
ἐμπόδισμα
ἐμπόδισμαατοςn that which hindershindrance, obstaclew.dat.to someonePl. D.

ShortDef

impediment, hindrance

Debugging

Headword:
ἐμπόδισμα
Headword (normalized):
ἐμπόδισμα
Headword (normalized/stripped):
εμποδισμα
IDX:
12443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12444
Key:
ἐμπόδισμα

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπόδισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμπόδισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which hinders</Def><Tr>hindrance, obstacle<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>Pl. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμπόδισμα'}