Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμπληκτος
ἐμπλήμενος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἔμπληντο
ἐμπληξίᾱ
ἔμπλησο
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
ἐμποδών
View word page
ἐμπλοκή
ἐμπλοκήῆςfἐμπλέκω intertwiningof branches in a palisadePlb.

ShortDef

braiding

Debugging

Headword:
ἐμπλοκή
Headword (normalized):
ἐμπλοκή
Headword (normalized/stripped):
εμπλοκη
IDX:
12436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12437
Key:
ἐμπλοκή

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπλοκή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμπλοκή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἐμπλέκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>intertwining<Expl>of branches in a palisade</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμπλοκή'}