Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπλήγδην
ἔμπληκτος
ἐμπλήμενος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἔμπληντο
ἐμπληξίᾱ
ἔμπλησο
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστικός
View word page
ἔμπλητο
ἔμπλητοep.3sg.athem.aor.mid.seeἐμπίμπλημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμπλητο
Headword (normalized):
ἔμπλητο
Headword (normalized/stripped):
εμπλητο
IDX:
12435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12436
Key:
ἔμπλητο

Data

{'headword_display': '<b>ἔμπλητο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔμπλητο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐμπίμπλημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔμπλητο'}