Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμπλεως
ἐμπλήγδην
ἔμπληκτος
ἐμπλήμενος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἔμπληντο
ἐμπληξίᾱ
ἔμπλησο
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
View word page
ἐμπληστέος
ἐμπληστέοςᾱ ονvbl.adjἐμπίμπλημιof a cityto be filled upw.gen.w. unnecessary thingsPl.

ShortDef

to be filled with

Debugging

Headword:
ἐμπληστέος
Headword (normalized):
ἐμπληστέος
Headword (normalized/stripped):
εμπληστεος
IDX:
12434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12435
Key:
ἐμπληστέος

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπληστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμπληστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>ἐμπίμπλημι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>to be filled up<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. unnecessary things</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμπληστέος'}