Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἔμπλεξις
ἐμπλέω
ἔμπλεως
ἐμπλήγδην
ἔμπληκτος
ἐμπλήμενος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἔμπληντο
ἐμπληξίᾱ
ἔμπλησο
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἐμπνέω
ἔμπνοος
ἐμπνῡ́(ν)θη
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
View word page
ἔμπλησο
ἔμπλησο
athem.aor.mid.imperatv.
see
ἐμπίμπλημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔμπλησο
Headword (normalized):
ἔμπλησο
Headword (normalized/stripped):
εμπλησο
IDX:
12432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12433
Key:
ἔμπλησο
Data
{'headword_display': '<b>ἔμπλησο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔμπλησο<LblR>athem.aor.mid.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐμπίμπλημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔμπλησο'}