Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπλάζομαι
ἐμπλάσσω
ἔμπλειος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
ἐμπλέω
ἔμπλεως
ἐμπλήγδην
ἔμπληκτος
ἐμπλήμενος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἔμπληντο
ἐμπληξίᾱ
ἔμπλησο
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
View word page
ἐμπλήγδην
ἐμπλήγδηνadvἐμπλήσσω impulsivelycapriciouslyOd.

ShortDef

madly, rashly

Debugging

Headword:
ἐμπλήγδην
Headword (normalized):
ἐμπλήγδην
Headword (normalized/stripped):
εμπληγδην
IDX:
12425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12426
Key:
ἐμπλήγδην

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπλήγδην</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐμπλήγδην</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἐμπλήσσω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>impulsively<or/>capriciously</Tr><Au>Od.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐμπλήγδην'}