Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπίμπρημι
ἐμπῑ́νω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπλάζομαι
ἐμπλάσσω
ἔμπλειος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
ἐμπλέω
ἔμπλεως
ἐμπλήγδην
ἔμπληκτος
ἐμπλήμενος
ἔμπλην
ἔμπλην
ἔμπληντο
ἐμπληξίᾱ
ἔμπλησο
View word page
ἔμπλεξις
ἔμπλεξιςεωςf interweaving, entwiningof threadsPl.

ShortDef

interweaving, entwining

Debugging

Headword:
ἔμπλεξις
Headword (normalized):
ἔμπλεξις
Headword (normalized/stripped):
εμπλεξις
IDX:
12422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12423
Key:
ἔμπλεξις

Data

{'headword_display': '<b>ἔμπλεξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔμπλεξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>interweaving, entwining<Expl>of threads</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔμπλεξις'}