Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίον
ἄσκιος
Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσόλοικος
ᾱ̓́σομαι
ᾄσομαι
ἀσοφίᾱ
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
View word page
ᾀσματο-κάμπτης
ᾀσματοκάμπτηςουmκάμπτω ode-distorterref. to a dithyrambic poetAr.

ShortDef

twister of song

Debugging

Headword:
ᾀσματοκάμπτης
Headword (normalized):
ᾀσματοκάμπτης
Headword (normalized/stripped):
ασματοκαμπτης
IDX:
1241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1242
Key:
ᾀσματοκάμπτης

Data

{'headword_display': '<b>ᾀσματο-κάμπτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ᾀσματο<hyph/>κάμπτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κάμπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ode-distorter<Expl>ref. to a dithyrambic poet</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ᾀσματοκάμπτης'}