Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
ἐμπήκτης
ἔμπηρος
ἔμπης
ἐμπικραίνομαι
ἐμπῑλέομαι
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπῑ́νω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπλάζομαι
ἐμπλάσσω
View word page
ἐμ-πικραίνομαι
ἐμ-πικραίνομαιmid.pass.vb of a tyrant be embittered againstw.dat.his peopleHdt.

ShortDef

to be bitter against

Debugging

Headword:
ἐμπικραίνομαι
Headword (normalized):
ἐμπικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπικραινομαι
IDX:
12409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12410
Key:
ἐμπικραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-πικραίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμ-πικραίνομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a tyrant</Indic> <Tr>be embittered against</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>his people<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμπικραίνομαι'}