Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
ἐμπήκτης
ἔμπηρος
ἔμπης
ἐμπικραίνομαι
ἐμπῑλέομαι
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπῑ́νω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
View word page
ἔμ-πηρος
ἔμ-πηροςονadjπηρός of persons, animalscrippled, maimedHdt.

ShortDef

crippled, maimed

Debugging

Headword:
ἔμπηρος
Headword (normalized):
ἔμπηρος
Headword (normalized/stripped):
εμπηρος
IDX:
12407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12408
Key:
ἔμπηρος

Data

{'headword_display': '<b>ἔμ-πηρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἔμ-πηρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πηρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, animals</Indic><Tr>crippled, maimed</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἔμπηρος'}