Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
ἐμπήκτης
ἔμπηρος
ἔμπης
ἐμπικραίνομαι
ἐμπῑλέομαι
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπῑ́νω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπιστεύω
View word page
ἐμπήκτης
ἐμπήκτηςουmἐμπήγνῡμι inserterof jurors' tickets into the slots of an allocation-machineArist.

ShortDef

one who sticks up judicial notices

Debugging

Headword:
ἐμπήκτης
Headword (normalized):
ἐμπήκτης
Headword (normalized/stripped):
εμπηκτης
IDX:
12406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12407
Key:
ἐμπήκτης

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπήκτης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἐμπήκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἐμπήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>inserter<Expl>of jurors' tickets into the slots of an allocation-machine</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἐμπήκτης'}