Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
ἐμπήκτης
ἔμπηρος
ἔμπης
ἐμπικραίνομαι
ἐμπῑλέομαι
ἐμπίμπλημι
View word page
ἔμπεσον
ἔμπεσονep.aor.2seeἐμπίπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμπεσον
Headword (normalized):
ἔμπεσον
Headword (normalized/stripped):
εμπεσον
IDX:
12401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12402
Key:
ἔμπεσον

Data

{'headword_display': '<b>ἔμπεσον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔμπεσον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐμπίπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔμπεσον'}