Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
ἐμπήκτης
ἔμπηρος
ἔμπης
ἐμπικραίνομαι
ἐμπῑλέομαι
View word page
ἐμ-περόνᾱμα
ἐμ-περόνᾱμαατοςdial.n woman's garment pinned at the shoulderdressTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπερόνᾱμα
Headword (normalized):
ἐμπερόνᾱμα
Headword (normalized/stripped):
εμπεροναμα
IDX:
12400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12401
Key:
ἐμπερόνᾱμα

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-περόνᾱμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἐμ-περόνᾱμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>dial.n</PS></HG> <nS1><Def>woman's garment pinned at the shoulder</Def><Tr>dress</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἐμπερόνᾱμα'}