Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
ἐμπήκτης
ἔμπηρος
ἔμπης
View word page
ἐμ-περιέχομαι
ἐμ-περιέχομαιpass.vb of circumstances be involvedwithbe dependentw. ἐν + dat.on other circumstancesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπεριέχομαι
Headword (normalized):
ἐμπεριέχομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπεριεχομαι
IDX:
12398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12399
Key:
ἐμπεριέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-περιέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμ-περιέχομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of circumstances</Indic> <Def>be involved<Expl>with</Expl></Def><Tr>be dependent</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>ἐν</Ref> + dat.</GLbl>on other circumstances<Au>Plb.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμπεριέχομαι'}