Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
ἐμπήγνῡμι
ἐμπηδάω
View word page
ἐμπελαδόν
ἐμπελαδόνadvἐμπελάζω as prep.near, closew.dat.to a hearthHes.

ShortDef

near, hard by

Debugging

Headword:
ἐμπελαδόν
Headword (normalized):
ἐμπελαδόν
Headword (normalized/stripped):
εμπελαδον
IDX:
12395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12396
Key:
ἐμπελαδόν

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπελαδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐμπελαδόν</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἐμπελάζω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Indic>as prep.</Indic><Tr>near, close</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to a hearth<Au>Hes.</Au></Cmpl></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐμπελαδόν'}