Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπεδέως
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
ἔμπετες
View word page
ἐμπειρο-πόλεμος
ἐμπειρο-πόλεμοςονadj of troopsexperienced in warPlu.

ShortDef

experienced in war

Debugging

Headword:
ἐμπειροπόλεμος
Headword (normalized):
ἐμπειροπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
εμπειροπολεμος
IDX:
12393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12394
Key:
ἐμπειροπόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπειρο-πόλεμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμπειρο-πόλεμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>experienced in war</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμπειροπόλεμος'}