Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπατέω
ἐμπεδέως
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
ἔμπεσον
ἐμπετάννῡμι
View word page
ἐμπειρικός
ἐμπειρικόςή όνadj of a historian's capacityfor acquainting oneself with the factsPlb.

ShortDef

experienced

Debugging

Headword:
ἐμπειρικός
Headword (normalized):
ἐμπειρικός
Headword (normalized/stripped):
εμπειρικος
IDX:
12392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12393
Key:
ἐμπειρικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπειρικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἐμπειρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a historian's capacity</Indic><Tr>for acquainting oneself with the facts</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἐμπειρικός'}