Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμπᾱς
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἐμπεδέως
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέραμος
ἐμπεριέχομαι
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπερόνᾱμα
View word page
ἐμπειρέω
ἐμπειρέωcontr.vbἔμπειρος be familiar with w.gen.a regionPlb.

ShortDef

to be experienced in, have knowledge of

Debugging

Headword:
ἐμπειρέω
Headword (normalized):
ἐμπειρέω
Headword (normalized/stripped):
εμπειρεω
IDX:
12390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12391
Key:
ἐμπειρέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπειρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμπειρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἔμπειρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be familiar with</Tr> <Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a region<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμπειρέω'}