Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμπᾱν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπᾱς
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἐμπεδέως
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
View word page
ἐμπεδορκέω
ἐμπεδορκέωcontr.vbὅρκος keep one's oath Hdt. X.

ShortDef

to abide by one's oath

Debugging

Headword:
ἐμπεδορκέω
Headword (normalized):
ἐμπεδορκέω
Headword (normalized/stripped):
εμπεδορκεω
IDX:
12386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12387
Key:
ἐμπεδορκέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπεδορκέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐμπεδορκέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὅρκος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>keep one's oath</Tr> <Au>Hdt. X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐμπεδορκέω'}