Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμπαλιν
ἔμπᾱν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαρέχω
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπᾱς
ἐμπάσσω
ἐμπατέω
ἐμπεδέως
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόω
ἐμπειρέω
ἐμπειρίᾱ
ἐμπειρικός
ἐμπειροπόλεμος
ἔμπειρος
ἐμπελαδόν
View word page
ἐμπεδό-μοχθος
ἐμπεδό-μοχθοςονadjἔμπεδοςμόχθος of a lifeof constant toilPi.

ShortDef

ever-painful

Debugging

Headword:
ἐμπεδόμοχθος
Headword (normalized):
ἐμπεδόμοχθος
Headword (normalized/stripped):
εμπεδομοχθος
IDX:
12385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12386
Key:
ἐμπεδόμοχθος

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπεδό-μοχθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμπεδό-μοχθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔμπεδος</Ref><Ref>μόχθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a life</Indic><Tr>of constant toil</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμπεδόμοχθος'}