Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμμητρος
ἔμμι
ἐμμίμνω
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέομαι
ἔμνησα
ἐμοί
ἐμοί
ἔμολον
ἐμός
ἐμοῦ
ἔμπα
ἐμπαγήσομαι
ἐμπάζομαι
View word page
ἔμ-μοχθος
ἔμ-μοχθοςονadjμόχθος of a person's lifetoilsomeE.

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
ἔμμοχθος
Headword (normalized):
ἔμμοχθος
Headword (normalized/stripped):
εμμοχθος
IDX:
12355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12356
Key:
ἔμμοχθος

Data

{'headword_display': '<b>ἔμ-μοχθος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἔμ-μοχθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μόχθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's life</Indic><Tr>toilsome</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἔμμοχθος'}