Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμμετρος
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἔμμι
ἐμμίμνω
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέομαι
ἔμνησα
ἐμοί
ἐμοί
ἔμολον
ἐμός
ἐμοῦ
ἔμπα
View word page
ἔμ-μορφος
ἔμ-μορφοςονadjμορφή of statues of godshaving bodily formPlu.

ShortDef

in bodily form

Debugging

Headword:
ἔμμορφος
Headword (normalized):
ἔμμορφος
Headword (normalized/stripped):
εμμορφος
IDX:
12353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12354
Key:
ἔμμορφος

Data

{'headword_display': '<b>ἔμ-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἔμ-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of statues of gods</Indic><Tr>having bodily form</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἔμμορφος'}