Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμμετρίᾱ
ἔμμετρος
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἔμμι
ἐμμίμνω
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέομαι
ἔμνησα
ἐμοί
ἐμοί
ἔμολον
ἐμός
ἐμοῦ
View word page
ἔμμορος
ἔμμοροςονadjμείρομαι of bardshaving a sharew.gen.of honour and respectOd.

ShortDef

partaking in, endued with

Debugging

Headword:
ἔμμορος
Headword (normalized):
ἔμμορος
Headword (normalized/stripped):
εμμορος
IDX:
12352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12353
Key:
ἔμμορος

Data

{'headword_display': '<b>ἔμμορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἔμμορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μείρομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of bards</Indic><Tr>having a share<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of honour and respect</Expl></Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἔμμορος'}