Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμμεστος
ἐμμετρίᾱ
ἔμμετρος
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἔμμι
ἐμμίμνω
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέομαι
ἔμνησα
ἐμοί
ἐμοί
ἔμολον
ἐμός
View word page
ἔμμορε
ἔμμορεep.3sg.pf.ἐμμόρμενοςAeol.pf.pass.ptcpl.seeμείρομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμμορε
Headword (normalized):
ἔμμορε
Headword (normalized/stripped):
εμμορε
IDX:
12351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12352
Key:
ἔμμορε

Data

{'headword_display': '<b>ἔμμορε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔμμορε<LblR>ep.3sg.pf.</LblR></RefFm><RefFm>ἐμμόρμενος<LblR>Aeol.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μείρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔμμορε'}