Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκήματα
ἄσκηνος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
ἀσκητός
ἀσκίον
ἄσκιος
Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἄσμενος
View word page
ἄ-σκιος
σκιοςονadjprivatv.prfx., σκιᾱ́ of personsshadowlessPlb.

ShortDef

unshaded

Debugging

Headword:
ἄσκιος
Headword (normalized):
ἄσκιος
Headword (normalized/stripped):
ασκιος
IDX:
1234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1235
Key:
ἄσκιος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-σκιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>σκιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>σκιᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>shadowless</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄσκιος'}