Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμμελής
ἐμμέμονα
ἔμμεν
ἐμμενετικός
ἐμμένω
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετρίᾱ
ἔμμετρος
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἔμμι
ἐμμίμνω
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
View word page
ἔμ-μητρος
ἔμ-μητροςονadjμήτρᾱ of a stickwith pith intacti.e. freshly cut fr. a treeTheoc.

ShortDef

with pith in it

Debugging

Headword:
ἔμμητρος
Headword (normalized):
ἔμμητρος
Headword (normalized/stripped):
εμμητρος
IDX:
12345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12346
Key:
ἔμμητρος

Data

{'headword_display': '<b>ἔμ-μητρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἔμ-μητρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μήτρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a stick</Indic><Tr>with pith intact<Expl>i.e. freshly cut fr. a tree</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἔμμητρος'}