Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελής
ἐμμέμονα
ἔμμεν
ἐμμενετικός
ἐμμένω
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετρίᾱ
ἔμμετρος
ἔμμηνος
ἔμμητρος
ἔμμι
ἐμμίμνω
ἔμμισθος
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
View word page
ἐμμετρίᾱ
ἐμμετρίᾱᾱςfἔμμετρος due measure, proportion, moderationPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμμετρίᾱ
Headword (normalized):
ἐμμετρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
εμμετρια
IDX:
12342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12343
Key:
ἐμμετρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἐμμετρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμμετρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἔμμετρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>due measure, proportion, moderation</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμμετρίᾱ'}