Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμετος
ἐμεῦ
ἐμέω
ἐμεωυτόν
ἔμηνα
ἐμίγην
ἐμῑ́ν
ἔμμα
ἐμμαίνομαι
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμείγνῡμι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελής
ἐμμέμονα
ἔμμεν
ἐμμενετικός
View word page
ἐμ-μαπέως
ἐμ-μαπέωςep.advμαπέειν quickly, promptly, instantlyHom. Hes. hHom.

ShortDef

quickly, readily, hastily

Debugging

Headword:
ἐμμαπέως
Headword (normalized):
ἐμμαπέως
Headword (normalized/stripped):
εμμαπεως
IDX:
12328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12329
Key:
ἐμμαπέως

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-μαπέως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἐμ-μαπέως</HL><PS>ep.adv</PS><Ety><Ref>μαπέειν</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>quickly, promptly, instantly</Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἐμμαπέως'}