Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμετίετο
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμεῦ
ἐμέω
ἐμεωυτόν
ἔμηνα
ἐμίγην
ἐμῑ́ν
ἔμμα
ἐμμαίνομαι
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμείγνῡμι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελής
ἐμμέμονα
View word page
ἐμ-μαίνομαι
ἐμ-μαίνομαιmid.vbἐν be enraged w.dat.at someoneNT.

ShortDef

to be mad at

Debugging

Headword:
ἐμμαίνομαι
Headword (normalized):
ἐμμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμαινομαι
IDX:
12326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12327
Key:
ἐμμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-μαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμ-μαίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ἐν</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be enraged</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>at someone<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμμαίνομαι'}