Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμεινα
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεν
ἐμέο
ἐμετίετο
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμεῦ
ἐμέω
ἐμεωυτόν
ἔμηνα
ἐμίγην
ἐμῑ́ν
ἔμμα
ἐμμαίνομαι
ἐμμανής
ἐμμαπέως
ἐμμάσσομαι
ἐμμάχομαι
ἐμμείγνῡμι
View word page
ἐμεωυτόν
ἐμεωυτόνIon.1sg.acc.reflexv.pronseeἐμαυτόν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμεωυτόν
Headword (normalized):
ἐμεωυτόν
Headword (normalized/stripped):
εμεωυτον
IDX:
12321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12322
Key:
ἐμεωυτόν

Data

{'headword_display': '<b>ἐμεωυτόν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐμεωυτόν</HL><PS>Ion.1sg.acc.reflexv.pron</PS></HG><XR>see<Ref>ἐμαυτόν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐμεωυτόν'}