Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμβύω
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεν
ἐμέο
ἐμετίετο
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμεῦ
ἐμέω
ἐμεωυτόν
ἔμηνα
ἐμίγην
ἐμῑ́ν
ἔμμα
ἐμμαίνομαι
ἐμμανής
ἐμμαπέως
View word page
ἔμετος
ἔμετοςουm vomitingas a medicinal purgeHdt.

ShortDef

vomiting

Debugging

Headword:
ἔμετος
Headword (normalized):
ἔμετος
Headword (normalized/stripped):
εμετος
IDX:
12318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12319
Key:
ἔμετος

Data

{'headword_display': '<b>ἔμετος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔμετος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>vomiting<Expl>as a medicinal purge</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔμετος'}