Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἐμβρῑμάομαι
ἐμβροντάομαι
ἐμβροντησίᾱ
ἐμβρόντητος
ἔμβρυον
ἐμβύω
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεν
ἐμέο
ἐμετίετο
ἐμετικός
ἔμετος
ἐμεῦ
ἐμέω
ἐμεωυτόν
ἔμηνα
ἐμίγην
View word page
ἐμέμικτο
ἐμέμικτο
3sg.plpf.pass.
see
μείγνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμέμικτο
Headword (normalized):
ἐμέμικτο
Headword (normalized/stripped):
εμεμικτο
IDX:
12313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12314
Key:
ἐμέμικτο
Data
{'headword_display': '<b>ἐμέμικτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἐμέμικτο<LblR>3sg.plpf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐμέμικτο'}