Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμβολάδην
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολον
ἔμβραχυ
ἐμβρέμομαι
ἐμβρῑθής
ἐμβρῑμάομαι
ἐμβροντάομαι
ἐμβροντησίᾱ
ἐμβρόντητος
ἔμβρυον
ἐμβύω
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεν
ἐμέο
ἐμετίετο
View word page
ἐμβρόντητος
ἐμβρόντητοςονadj of personscrack-brained, crazy, lunaticAr. D. Men.

ShortDef

thunderstruck, stupefied, stupid

Debugging

Headword:
ἐμβρόντητος
Headword (normalized):
ἐμβρόντητος
Headword (normalized/stripped):
εμβροντητος
IDX:
12306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12307
Key:
ἐμβρόντητος

Data

{'headword_display': '<b>ἐμβρόντητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμβρόντητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>crack-brained, crazy, lunatic</Tr><Au>Ar. D. Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμβρόντητος'}