Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμβοάω
ἐμβολάδην
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολον
ἔμβραχυ
ἐμβρέμομαι
ἐμβρῑθής
ἐμβρῑμάομαι
ἐμβροντάομαι
ἐμβροντησίᾱ
ἐμβρόντητος
ἔμβρυον
ἐμβύω
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεν
ἐμέο
View word page
ἐμβροντησίᾱ
ἐμβροντησίᾱᾱςf craziness, lunacyMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβροντησίᾱ
Headword (normalized):
ἐμβροντησίᾱ
Headword (normalized/stripped):
εμβροντησια
IDX:
12305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12306
Key:
ἐμβροντησίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἐμβροντησίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμβροντησίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>craziness, lunacy</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμβροντησίᾱ'}