Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμβλημα
ἐμβοάω
ἐμβολάδην
ἐμβολή
ἐμβόλιμος
ἔμβολον
ἔμβραχυ
ἐμβρέμομαι
ἐμβρῑθής
ἐμβρῑμάομαι
ἐμβροντάομαι
ἐμβροντησίᾱ
ἐμβρόντητος
ἔμβρυον
ἐμβύω
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεν
View word page
ἐμ-βροντάομαι
ἐμ-βροντάομαιpass.contr.vb be struck by a thunderbolt X. fig. be struck crazyD. Men.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβροντάομαι
Headword (normalized):
ἐμβροντάομαι
Headword (normalized/stripped):
εμβρονταομαι
IDX:
12304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12305
Key:
ἐμβροντάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-βροντάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμ-βροντάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be struck by a thunderbolt</Tr> <Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic> <Tr>be struck crazy</Tr><Au>D. Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμβροντάομαι'}