Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔμαθον
ἐμάνην
ἐμαυτόν
ἔμβᾱ
ἐμβάδιον
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν
ἐμβαίνω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβαπτίζομαι
ἐμβάπτω
ἐμβάς
ἐμβᾱ́ς
ἐμβασιλεύω
Ἐμβάσιος
ἔμβασις
ἐμβατεύω
ἐμβατήριος
ἐμβάφιον
ἐμβελής
View word page
ἐμ-βαπτίζομαι
ἐμ-βαπτίζομαιpass.vb of weapons be sunkw.dat.in pondsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβαπτίζομαι
Headword (normalized):
ἐμβαπτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμβαπτιζομαι
IDX:
12278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12279
Key:
ἐμβαπτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-βαπτίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐμ-βαπτίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of weapons</Indic> <Tr>be sunk</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in ponds<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐμβαπτίζομαι'}