Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑλώριον
ἔμαθον
ἐμάνην
ἐμαυτόν
ἔμβᾱ
ἐμβάδιον
ἐμβαδόν
ἐμβαδόν
ἐμβαίνω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβαπτίζομαι
ἐμβάπτω
ἐμβάς
ἐμβᾱ́ς
ἐμβασιλεύω
Ἐμβάσιος
ἔμβασις
ἐμβατεύω
ἐμβατήριος
ἐμβάφιον
View word page
ἔμβαμμα
ἔμβαμμαατοςnἐμβάπτω sauce for dipping food indipX.

ShortDef

sauce, soup

Debugging

Headword:
ἔμβαμμα
Headword (normalized):
ἔμβαμμα
Headword (normalized/stripped):
εμβαμμα
IDX:
12277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12278
Key:
ἔμβαμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἔμβαμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔμβαμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐμβάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>sauce for dipping food in</Def><Tr>dip</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔμβαμμα'}