Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἑλληνοκοπέω
Ἑλληνοταμίαι
ἔλληξα
Ἑλλήσποντος
ἐλλιμένιον
ἐλλιπεῖν
ἐλλιπής
ἔλλιπον
ἐλλισάμην
ἐλλιτάνευον
ἐλλόβιον
ἐλλόγιμος
ἔλλογος
Ἐλλοί
ἐλλοπιεύω
ἔλλοπος
ἐλλός
ἐλλός
ἐλλοφόνος
ἐλλοχάω
ἐλλοχίζω
View word page
ἐλ-λόβιον
ἐλ-λόβιονουnἐνλοβός earringPlu.

ShortDef

that which is in the lobe of the ear, an earring

Debugging

Headword:
ἐλλόβιον
Headword (normalized):
ἐλλόβιον
Headword (normalized/stripped):
ελλοβιον
IDX:
12234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12235
Key:
ἐλλόβιον

Data

{'headword_display': '<b>ἐλ-λόβιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐλ-λόβιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐν</Ref><Ref>λοβός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>earring</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐλλόβιον'}