Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδάμυκτον
ἀσκαρίζω
ἄσκαφος
ἀσκελής
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκέρη
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκεψίᾱ
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκήματα
ἄσκηνος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητικός
View word page
ἀ-σκευής
σκευήςέςadjprivatv.prfx., σκευή of a doctorwithout equipmentHdt.

ShortDef

without the implements of his art

Debugging

Headword:
ἀσκευής
Headword (normalized):
ἀσκευής
Headword (normalized/stripped):
ασκευης
IDX:
1221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1222
Key:
ἀσκευής

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-σκευής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>σκευής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>σκευή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a doctor</Indic><Tr>without equipment</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσκευής'}